- στραγγουρικός
- -ή, -όν Α [στραγγουρία]1. αυτός που πάσχει από στραγγουρία2. το ουδ. ως ουσ. τὰ στραγγουρικάτα συμπτώματα τής στραγγουρίας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στραγγουρικά — στραγγουρικός liable to neut nom/voc/acc pl στραγγουρικά̱ , στραγγουρικός liable to fem nom/voc/acc dual στραγγουρικά̱ , στραγγουρικός liable to fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στραγγουρικῶν — στραγγουρικός liable to fem gen pl στραγγουρικός liable to masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στραγγουρικόν — στραγγουρικός liable to masc acc sg στραγγουρικός liable to neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στραγγουρικοῖσι — στραγγουρικός liable to masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)